επίκλιση

επίκλιση
η (AM ἐπίκλισις) [επικλίνω]
κλίση προς τα κάτω, κατηφοριά, πλαγιά («ἐν τοῑς ἐδάφεσι καὶ ταῑς ἐπικλίσεσιν αὐτῶν», Στράβ.)
αρχ.
1. (για πρόσ.) το να είναι κάποιος ξαπλωμένος στο κρεβάτι
2. κλίση, κάμψη προς τα κάτω.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • ανεπίκλιτος — ἀνεπίκλιτος, ον (Μ) [επικλίνω] αυτός που δεν παρουσιάζει επίκλιση, ο σταθερός …   Dictionary of Greek

  • δεβόνιο — Γεωλογική περίοδος του παλαιοζωικού αιώνα, η οποία ακολουθεί το σιλούριο και προηγείται του λιθανθρακοφόρου. Περιλαμβάνει τη χρονική περίοδο από την εξαφάνιση των πραγματικών γραπτολίθων, έως την εμφάνιση του productus και του πρώτου αντιπροσώπου …   Dictionary of Greek

  • ευστατικές κινήσεις — Είναι οι μεταβολές του συνόλου της στάθμης των ωκεανών. Οι μεταβολές αυτές, που συμβαίνουν ταυτόχρονα σε ολόκληρη τη Γη, διαπιστώνονται από τον εντατικότερο σχηματισμό ή την ελάττωση των παγετώνων στις ηπείρους. Κατά τη διάρκεια, δηλαδή, των… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”