- επίκλιση
- η (AM ἐπίκλισις) [επικλίνω]κλίση προς τα κάτω, κατηφοριά, πλαγιά («ἐν τοῑς ἐδάφεσι καὶ ταῑς ἐπικλίσεσιν αὐτῶν», Στράβ.)αρχ.1. (για πρόσ.) το να είναι κάποιος ξαπλωμένος στο κρεβάτι2. κλίση, κάμψη προς τα κάτω.
Dictionary of Greek. 2013.